- φρουράρχῳ
- φρούραρχοςcommander of a watchmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρουραρχώ — έω, Α [φρούραρχος] 1. είμαι φρούραρχος 2. μτφ. α) φυλάσσω, προστατεύω β) συγκρατώ («φρουραρχείτω τὴν σάρκα σωφροσύνη», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek